- όρκα
- (orcinus orca). Κήτος της οικογένειας των δελφινιδών, της υπόταξης των οδοντοκητών. Το σώμα του, μήκους έως περίπου 10 μ., έχει σχήμα ατράκτου· το ραχιαίο πτερύγιο, σε σχήμα δρεπανιού, είναι πολύ ανεπτυγμένο σε ύψος, προπάντων στα ακμαία άτομα, ενώ το ουραίο είναι οριζόντιο και διαιρεμένο σε δύο αιχμηρούς λοβούς· τα στηθαία πτερύγια έχουν την κορυφή στρογγυλωπή. Το ρύγχος είναι βραχύ, ενώ τα μάτια και οι ακουστικοί πόροι είναι μικροί· ο φυσητήρας βρίσκεται στην κεντρική ζώνη του μετώπου· το στόμα είναι οπλισμένο με 48 ισχυρότατα κωνικά δόντια. Το σώμα, που καλύπτεται από λείο δέρμα, έχει χρώμα μαύρο στα ανώτερα και πλευρικά τμήματα και λευκό σε όλες σχεδόν τις κατώτερες ζώνες· μια ωοειδής λευκή βούλα βρίσκεται κοντά σε κάθε μάτι.
Η ό. είναι ζωοτόκα. Η κύηση διαρκεί περίπου ένα χρόνο: κατά τη γέννηση τα μικρά έχουν μήκος δυο μέτρα περίπου. Η ό. είναι διαδεδομένη σε όλες τις θάλασσες, ιδιαίτερα όμως στις ψυχρές ζώνες· μερικές φορές ανεβαίνει στο κάτω τμήμα των ποταμών. Το κήτος αυτό είναι εξαιρετικά αδηφάγο και τρέφεται με φώκιες, δελφίνια, ψάρια κάθε είδους, ακόμα και με θαλασσινά πουλιά. Παρά το ότι είναι πλούσια σε λίπος, η ό. δεν κυνηγιέται, επειδή είναι δύσκολο να χτυπηθεί, εξαιτίας της ταχύτητας και της ευελιξίας της.
Το αδηφάγο αυτό κήτος, που τρέφεται με ψάρια, φώκιες, δελφίνια και θαλασσοπούλια, συναντιέται σε όλες τις θάλασσες, στα ανοιχτά συνήθως, κάποτε όμως πλησιάζει και στις ακτές.
* * *ηβλ. όρκη (Ι).
Dictionary of Greek. 2013.